αραβομαθής

αραβομαθής
-ές
αυτός που γνωρίζει την αραβική γλώσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Άραψ(-βος) + -μαθής < μανθάνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Άστυ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”